- μεθυσοχάρυβδις
- μεθυσοχάρυβδιςwine-charybdisfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθυσοχάρυβδις — μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α) 1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη 2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις*] … Dictionary of Greek